πραγματάς

πραγματάς
-ᾱ, ό, Α
1. ο πραγματευτής
2. ονομασία ιερατικού αξιώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. μαχαιρ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”